- προσπίτνω
- Α(ποιητ. τ.)1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω2. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι, κυρίως στη σκηνή3. (για πράγματα) πέφτω επάνω, επιπίπτω* («ἰοὶ προσπίπτοντες ὤλλυσαν», Αισχύλ.)4. (για ψυχικά πάθη) επέρχομαι, συμβαίνω («τί σοι φρενῶν βαρὺς χόλος προσπίτνει;», Ευρ.)5. (με εχθρική σημ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου6. προσπέφτω7. (κατ' επέκτ.) ικετεύω, παρακαλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + πίτνω, ποιητ. τ. τού πίπτω].
Dictionary of Greek. 2013.